Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Ο Χούχουλας ή Χουχουριστής, Στριγγοπούλι, ή Χουχουλόγιωργας είναι η γλαύκα του δάσους.

 Ο Χούχουλας ή Χουχουριστής, Στριγγοπούλι, ή Χουχουλόγιωργας ή Στριγξ η αείσκωψ (Strix aluco), είναι η γλαύκα του δάσους.
Χουχουλόγιωργας: Ο Σ. Βυζάντιος το αναφέρει ως αιγωλιό- είδος πτηνού νυκτερινού. Είναι αντιπροσωπευτικό νυκτόβιο και ζει στα δάση όπου φτιάχνει τη φωλιά του σε τρύπες δέντρων και γεννάει 3-5 αυγά. Είναι χρήσιμο γιατί  τρώει κάμπιες, ποντίκια, αρουραίους και ενώ την ημέρα μένει κρυμμένος βγαίνει τη νύχτα και κυνηγάει.
 Σχετικά με την ονομασία του, αλλά και την ονομασία της κουκουβάγιας, υπάρχει καταγεγραμμένος από τον Θ. Δ. Κληρονόμο στο περιοδικό «Νουμάς» στις 24 Θεριστή 1907 μύθος, περίληψη του οποίου σας μεταφέρω: Ο Γιώργος ορφάνεψε από την κοιλιά της μάνας του της Λουλούδως. Αγωνίστηκε για το παιδί της και δεν ξαναπαντρεύτηκε για να μην έχει το παιδί της μητριό. Έβλεπε τα άλλα παιδιά να έχουν πατέρα μα εκείνο δεν είχε. Η μάννα που τη ρωτούσε του έλεγε ψέματα, ότι ο πατέρας του κάπου έχει πάει και θα γυρίσει με ένα κόκκινο άλογο. Η μάνα έκανε τα πάντα για να νοιώθει όπως τα άλλα που είχαν τους γονείς τους. Όταν ο Γιώργος έφτασε 15 χρονών πήγε στη στάνη του τσέλιγκα του χωριού και στα είκοσί του χρόνια είχε κάνει δική του προκοπή, είχε δηλαδή εκατό γίδια δικά του. Αλλά ήταν μόνος του και δε χόρταινε τον ύπνο. Όταν ήταν με τα γίδια του, Μάη μήνα, νύσταξε και παρακάλεσε το Θεό να μπορούσε να κοιμηθεί τρία χρόνια, έστω πάνω στο ραβδί του. Ο Θεός τον άκουσε και αποκοιμήθηκε για τρία χρόνια απάνω στο ραβδί του. Τα γίδια μείνανε έρημα και στα τρία χρόνια που ξύπνησε ο Γιώργος τα βρήκε όλα αλλιώτικα. Ψάχνει για τα γίδια… τίποτα. Τον πιάνει στεναχώρια και κάθεται και κλαίει. Όταν στέρεψαν τα δάκρυα  και ξαναπήρε τα βουνά ψάχνοντας, βρήκε ένα γερόλυκο και τον ρωτάει μήπως είδε τα γίδια του. Ο λύκος του έδειξε ένα κοπάδι ανάμεσα σε δυο βουνά που το φυλάγανε δύο σκυλιά. Τρέχει ο Γιώργος στο κοπάδι αλλά τα σκυλιά δεν τον γνώρισαν και του ρίχτηκαν να τον σκίσουν. Φώναξε το όνομά τους αλλά τίποτα. Τότε στη μεγάλη του στεναχώρια παρεκάλεσε το Θεό να τον κάνει πουλί να περπατάει τις νύχτες στα άγρια βουνά. Ο Θεός άκουσε πάλι το Γιώργο και τον έκανε νυχτοπούλι. Αμέσως ο Γιώργος πέταξε για το σπίτι της μάνας του. Έκατσε έξω και με ανθρώπινη φωνή καλούσε τη μάνα του να βγει έξω να ιδεί το γιο της. Ωχού! ωχού! ωχού μανούλα μου φώναζε. Η μάνα άκουσε τη φωνή μέσα στον ύπνο της και νόμισε ότι έβλεπε όνειρο, αλλά ο Γιώργος της ξαναφώναξε: -Σήκω μάνα! Έβγα έξω!  Η μάνα βγήκε έξω και είδε ένα πουλί σταχτί χρώμα που μιλούσε σαν το παιδί της. Άρχισε να χτυπιέται και σωριάστηκε κάτω. Στην απελπισία της παρακάλεσε το Θεό να την κάνει και εκείνη πουλί για να περπατάει με το παιδί της στις ερημιές. Ο Θεός την έκαμε πουλί και από τότε μάνα και γιος γυρνούν στα βουνά μαζί. Κρύβονται την ημέρα και βγαίνουν τη νύχτα. Ο Γιώργος σαλαγάει τα γίδια των τσοπάνηδων: ωχούουου…ωχού…. ωχούουου! Και η μάνα η Λουλούδω κάθεται στα κεραμίδια και στα χαλάσματα, πάει στα μνήματα του χωριού και θυμάται το φτωχικό της και τον καλό της και φωνάζει: χούουου! Χούουου…! Χου χου βάϊ, χου χου βάϊ, χούχου, χούχου…! Το χωριό που άκουσε και είδε αυτά έβγαλε το παιδί Χουχουλό Γιωργα και τη μάννα Χουχουβάϊα.


πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου